- προσψηφίζομαι
- Α1. αποφασίζω κάτι επί πλέον με την ψήφο μου2. (παθ. τριτοπροσ.) προσεψηφίσθηαποφασίστηκε επί πλέον με ψηφοφορία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσψηφίσασθαι — προσψηφίζομαι vote besides aor inf mp προσψηφίζομαι vote besides aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεψηφισμένης — προσψηφίζομαι vote besides perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεψηφισμένους — προσψηφίζομαι vote besides perf part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεψηφίζετο — προσψηφίζομαι vote besides imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεψηφίσαντο — προσψηφίζομαι vote besides aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεψηφίσασθε — προσψηφίζομαι vote besides aor ind mid 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεψηφίσατο — προσψηφίζομαι vote besides aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεψηφίσθη — προσψηφίζομαι vote besides aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτιψαφίζομαι — Α (δωρ. τ.) προσψηφίζομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + ψηφίζομαι (< ψῆφος/ ψᾱφος)] … Dictionary of Greek
προσψήφισμα — ίσματος, τό, Α [προσψηφίζομαι] προσθήκη σε κάποιο ψήφισμα … Dictionary of Greek